Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

Η Άνοιξη.



 

Θέλει απεγνωσμένα να μας συναντήσει και κάνει ό,τι μπορεί για να το καταφέρει. Πυροδοτεί εκρήξεις λουλουδιών, να, οι αμυγδαλιές μοσχοβολάνε, οι μέλισσες χώνουν την μύτη τους εκεί, χώνουμε κ εμείς την δική μας, η όσφρηση ευφραίνεται, βαθειά ανάσα, αχ... «όμορφη που είναι η άνοιξη, η ζωή, οι μυρωδιές τα λουλούδια.»

Για δευτερόλεπτα ξεχνάς/ δεν υπάρχει ο κόσμος/ μέσα σε μία ανάσα ακροβατεί η ύπαρξη, αυτή η στιγμιαία ισορροπία σε υπερβαίνει, δεν σχεδιάζεις, δεν ανησυχείς, αφήνεσαι/ και αυτή η μικρή στιγμή είναι το τέλος του κόσμου, είναι και η αρχή του.

 

Ύστερα αρχίζει να φυσάει βοριάς, μαύρα σύννεφα κατεβαίνουν γρήγορα και σβήνουν το φως, χοντρές σταγόνες βροχής σε χαστουκίζουν, ρόζ πέταλα στροβιλίζονται τρομαγμένα, ένας αρχέγονος φόβος ξυπνάει μέσα σου, φεύγεις και παίρνεις μαζί σου ό,τι μπορείς, μια ροζ ανάσα να γεμίζει το στήθος και ένα κλαράκι αμυγδαλιάς..

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Η παναγιά.

 





"Τον παλιό εκείνον καιρό που ήμουν νέος είδαν πολλά τα μάτια μου –και αλλιώτικα και συνηθισμένα- πολλά και παράξενα και όμορφα  κορίτσια που δεν τα θυμάμαι όλα. Πόσες νύχτες δεν έμεινα άυπνος να μετράω τις σκέψεις και τις λαχτάρες μου.. Μια ζωή γεμάτη ορμή, φτώχεια, κέφι και αμεριμνησία. Δεν λογάριαζα εμπόδια, ήμουνα νέος και αυτό έφτανε.

Τώρα κάθομαι στον καναπέ και τίποτε ή σχεδόν τίποτα δεν μοιάζει να μπορεί να με σηκώσει από εκεί, αλλά τότε, α τότε όλα βάζανε φωτιά στα μπατζάκια μου και η καρδιά μου έβραζε.

Για το κορίτσι που θα σου πω, δεν θέλω να μου πεις λέξη. Μόνο να ακούσεις. Η πρώτη γυναίκα  (λέω) που θα σου κάνει έρωτα με τρυφερότητα σε καθορίζει σαν άντρα και εμένα εκείνη με γέμισε γλύκα και μου έμεινε αξέχαστη. Φαντάρος ήμουνα τότε, και στο σώμα μου φώλιαζαν χίλιες δυό λαχτάρες, μικρές, μεγάλες, όλες απραγματοποίητες, φανταστικές προσδοκίες μου ζάλιζαν το κορμί και την σκέψη.

Εκείνα τα χρόνια όλα ήταν δύσκολα. Η κοινωνία έψαχνε τρόπο να πλουτίσει, είχε βαρεθεί την φτώχεια, τον πόλεμο, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Εργολάβοι πέφτανε με λαιμαργία πάνω σε κτίρια, τα γκρεμίζανε σε μια νύχτα, και στην θέση τους χτίζανε πολυκατοικίες. Σε χρόνο ρεκόρ οι πόλεις αλλάζανε πρόσωπο, δρόμοι με χαμηλά νεοκλασικά σπίτια και μεγάλες αυλές, μετατρέπονταν σε κεντρικές λεωφόρους με ψηλές κατασκευές χωρίς ταυτότητα.

Στην άκρη μιας τέτοιας πόλης που υπηρέτησα την θητεία μου, ήταν «το Σπίτι». Έτσι, με στόμφο το προφέρανε οι πιο παλιοί, εκεί επιθυμούσαμε σφοδρά να βρεθούμε μια μέρα οι καινούργιοι. Το σύμβολο του έρωτα  για μας άνθιζε σε εκείνη την βρώμικη άκρη της πόλης, εκείνο  που το λαχταρούσαμε με απερίγραπτη ανυπομονησία. Ήμασταν μια παρέα από  πέντε θεόφτωχα, χαρούμενα  αγόρια που σκαρώναμε σχέδια και κάναμε θυσίες για να περάσουμε την πύλη που θα μας έκανε από αγόρια άντρες, και  που στα μάτια μας φάνταζε σαν την Πύλη του Παραδείσου.

Ένα Σάββατο απόγευμα λοιπόν, αναψοκοκκινισμένοι και γεμάτοι κρυφή αγωνία, ανεβήκαμε τα πέντε σκαλιά και αποφασιστικά ανοίξαμε τη πράσινη ξεβαμμένη πόρτα του σπιτιού. Μια ευχάριστη μυρωδιά ξεχυνόταν στον διάδρομο, και εμένα με κυρίευσε μια γαλήνη και μια αγωνία, σαν εκείνη που  όταν ήμουνα πιτσιρίκι χάιδευα τα άσπρα πόδια της γυναίκας του φούρναρη και εκείνη γέλαγε «άστο καλέ, μην το πονηρεύεις» έλεγε στην μάνα μου.


Μπήκαμε στο σαλόνι. Πέντε νεαροί άντρες, ένα μπουκέτο από ανασφαλή αγόρια μπροστά σε μια αφρισμένη θάλασσα. Οκτώ θηλυκές υπάρξεις σήκωσαν τα μάτια τους, «βρε καλώς τα» νόμισα πως άκουσα, έκανα ένα βήμα πίσω, ξαφνικά ήθελα να φύγω, κάποιος με σκούντηξε, έμεινα ακίνητος και κοίταζα σιωπηλά.

Τα μάτια μου ακούμπησαν σε ένα ανάλαφρο πρόσωπο με μεγάλα μάτια.  Ήτανε πολύ χαριτωμένη, τα είχε όλα όσα ήθελα και κάτι παραπάνω, το βλέμμα μου κόλλησε επάνω της, εκείνη μου έκλεισε το μάτι «έλα»  έγνεψε και ενώ εγώ έτρεμα σαν ψάρι, ανεβήκαμε την σκάλα. Όταν γδύθηκε κει με πήρε στην αγκαλιά της νομίζω πως λιποθύμησα, μπορεί και να συνέβη στ αλήθεια, χάθηκα και αναστήθηκα και όταν έφυγα από εκεί ήμουνα σίγουρος πως είχα πάρει στην αγκαλιά μου το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου, «ίδια η παναγιά» παραμιλούσα στον δρόμο της επιστροφής.

Σύντομα τα μάθαμε όλα για εκείνη. Ο άντρας της ήτανε ναυτικός και έλειπε χρόνια, την είχε ξεχάσει λέγανε και εκείνη ήτανε μόνο εικοσιοκτώ χρονών και το αίμα της έβραζε. Μια μέρα γνώρισε έναν ξένο, ξετρελάθηκε, τα παράτησε όλα και έφυγε μαζί του. Όταν επέστρεψε δεν την αναγνωρίσανε. Είχε κόψει τα μαλλιά της, το κάποτε όμορφο πρόσωπό της τώρα  ήτανε κίτρινο και είχε μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Την ακούγανε τις νύχτες να κλαίει και μετά να  τραγουδάει ένα λυπημένο τραγούδι, είχε ωραία φωνή και το ανοιχτό παράθυρο την άφηνε να ξεχυθεί στον δρόμο και να φτάσει μέχρι την θάλασσα. Συμπεράνανε πως τον είχε αγαπήσει πολύ εκείνον τον ξένο, εκείνος όμως όχι, και πως η ζωή συνεχίζεται.

Μια μέρα εκείνη σταμάτησε να κλαίει και αποφάσισε πως τελείωσε και με την πίστη και με την αγάπη. Τις έκλεισε και τις δύο  σε ένα σεντούκι και πέταξε το κλειδί στην θάλασσα. Διάλεξε τότε να πέσει  σε μια φωλιά από άντρες έτοιμους για όλα, έτοιμη για όλα κ εκείνη, λευκή σελίδα σε μια νέα ζωή χωρίς όρια και όρους.

Εμείς πάλι συνεχίσαμε το πήγαινε έλα στην άκρη της πόλης. Ανοίγαμε την ξεβαμμένη πόρτα με λαχτάρα και την ξανακλείναμε με ανακούφιση. Και εκείνη ήταν η μόνη που κατόπιν  είχε θέση στις συζητήσεις της παρέας μας, κάτι απροσδιόριστο την είχε απομονώσει και την είχε τοποθετήσει σε έναν οικείο χώρο που δεν τολμούσαμε να εξερευνήσουμε. Καμιά φορά την συναντούσαμε  και στις βόλτες μας  κάτω από τα τείχη, περπατούσε σαν ελαφίνα, σαν να δραπέτευε από κάτι και πάλι μου έμοιαζε με παναγιά, μας χαιρετούσε με ένα ελαφρύ νεύμα, εγώ σκόνταφτα στο πλακόστρωτο και οι άλλοι με πειράζανε, « χάνεις τα λόγια σου όταν μιλάς γι αυτήν», «είναι που  λάμπει σαν τον ήλιο»  απαντούσα.

Την ημέρα που έγινε το κακό επέστρεφα από άδεια. Κατέβηκα από το λεωφορείο ξημερώματα δύσθυμος, κάτι μου πλάκωνε το στήθος. Μια μυγα βούιζε γύρω μου, την έδιωχνα με το χέρι, εκείνη ξαναγύριζε, την πέτυχα με την εφημερίδα στο μπατζάκι μου, έγινε λιώμα μεμιάς,  την λυπήθηκα που διαλύθηκε έτσι την κακομοίρα.

Τότε άκουσα τις φωνές. Πολλές φωνές  τρομαγμένες, «έβαλε φωτιά και την έκαψε» ξεχώρισα να λέει μια γυναίκα, «ποιος έβαλε φωτιά, ποια έκαψε;» αναρωτήθηκα και προχώρησα προς τις φωνές.

Τώρα που βλέπω τον εαυτό μου στην οθόνη του μυαλού μου να περπατάει σε εκείνο τον δρόμο μπροστά από το σπίτι της παραμένω ψύχραιμος, αλλά τότε  το κεφάλι μου κάηκε μαζί με αυτό που είδα και γονάτισα στο χώμα. Καπνός έβγαινε από τα παράθυρα και την στέγη, άνθρωποι είχαν μαζευτεί εκεί «κάρβουνο έγινε η γυναίκα» λόγια που δεν ήθελα να ακούσω πέφτανε σαν στραγάλια στο χώμα «γύρισε ο κερατάς, τι ήθελε και γύρισε; έμαθε τα μαντάτα στο καφενείο, τη περίμενε στο σπίτι την έλουσε με βενζίνη και της έβαλε φωτιά, κάηκε το μισό σπίτι, τώρα αυτή στο χώμα και αυτός στην φυλακή»

Έτσι τελείωσε αυτή η ιστορία αγάπης. Σε αυτή την πόλη έμεινα δυόμιση μήνες ακόμα αλλά όλα ήταν αλλιώτικα, είχα απότομα ενηλικιωθεί και η λύπη μου ήταν πιο μεγάλη από τον κόσμο. Που δεν έλαμπε πια.

Λίγες μέρες αργότερα πήγα στα χαλάσματα του σπιτιού της ψάχνοντας ούτε και εγώ ήξερα τι. Ήθελα να κρατήσω κάτι από εκείνη, κάτι δικό της, μοναδικό. Το  σπίτι ήταν σιωπηλό, αέρας έμπαινε από τα ανοίγματα των τοίχων, η ζωή που κάποτε υπήρχε εκεί μέσα είχε σβήσει. Κάτι θλιβερά απομεινάρια και ένα μισό-καμένο μπαούλο μου τράβηξε την προσοχή-το άνοιξα, η φωτιά δεν είχε εισχωρήσει εκεί- και ώ, κάτι βρήκα. Δύο πράγματα ήτανε εκεί μέσα :  ένα βιβλίο και η βέρα της που έγραφε όνομα και ημερομηνία.

 Άνοιξα το βιβλίο, «ΑΤΜΟΛΕΒΗΤΕΣ» διάβασα «δια τους μαθητές της Γ΄τάξεως Ε. Ν. των Ν. Σχολών Μηχανικών, Πειραιεύς 1959.»  Στην τελευταία λευκή σελίδα κάποιος είχε σκιτσάρει ένα αντρικό πρόσωπο,  ένα διπλωμένο χαρτάκι έπεσε στο πάτωμα. «Ήθελα πολύ να μ αγαπάς εσύ που δεν μ αγάπησες» έγραφε και ξαφνικά, το σπίτι, η αυλή, ο δρόμος και η πόλη όλη, πλημμύρισε από το άρωμά της.

Έφυγα από εκεί και δεν ξανακοίταξα πίσω μου ποτέ. Την βέρα την άφησα στο μπαούλο, το βιβλίο το πήρα μαζί μου, ακόμα το έχω σε ένα συρτάρι σπάνια το ανοίγω και θυμάμαι, να όπως τώρα που σου μιλάω.."

 


(Πριν λίγες μέρες καταλογραφώντας μια συλλογή εκδόσεων του Πειραιά,  ο Βιβλιοθηκάριος εντόπισε ένα βιβλίο με τίτλο «ΑΤΜΟΛΕΒΗΤΕΣ»  και υπότιτλο «δια τους μαθητάς της Γ΄τάξεως Ε. Ν. των Ν. Σχολών Μηχανικών». Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, υπάρχει ένα σκίτσο που εικονίζει έναν άντρα. Η ανάρτηση του εξώφυλλου και του σκίτσου στο φβ προκάλεσε πολλά σχόλια τόσο για τον κάτοχο του βιβλίου, όσο και για τον άγνωστο καλλιτέχνη του σκίτσου. Η δυναμική αυτής της κουβέντας και των εικασιών ήταν το έναυσμα για ένα διιστολογικό αφιέρωμα. Σαν τον παλιό (καλό) καιρό..)

 

Συμμετέχουν:

 Βιβλιοθηκάριος

Τσαλαπετεινός

Quasar

Rubies and Clouds 

Rubies and Clouds 2


Κυριακή 15 Αυγούστου 2021

(Ας γράψουμε κάτι και για τον φετεινό δεκαπενταύγουστο.)



Χθες πήγαμε στο πανηγύρι. Τα παλιά τα χρόνια το χωριό την γιόρταζε την Παναγιά και στην πλατεία υπήρχανε για δύο νύχτες τραπέζια, οργανοπαίχτες και κόσμος πολύς. Ύστερα ήρθε το River Party και όλα αλλάξανε.

 

Όμως χθες το βράδυ, η νύχτα είχε κάτι από τα παλιά. Μπορεί να μην χορέψανε τα πόδια μας, αλλά οι αναμνήσεις μας, μας χορέψανε στο ταψί. Τα θυμηθήκαμε όλα. Τις βόλτες πέρα δώθε, τα φλερτ τα εφηβικά, τους ελληνοαμερικάνους που (τώρα και τότε) είναι πάντα εδώ αυτή τη μέρα, το πρώτο τσιγάρο που καπνίσαμε κρυφά, τα κοριτσίστικα μυστικά μας.

 

Είναι που η ψυχή -που δεν γερνάει ποτέ- παθαίνει ντεζαβού και ξαναγίνεται έφηβη κρατώντας τα εγγόνια από το χέρι.  Είναι που ξανασυναντιόμαστε  γύρω από μια πλατεία, όλοι μαζί, τραπέζι- τραπέζι, όσοι τότε μετρούσαμε τα βήματά μας και τρέχαμε προς την μεγάλη έξοδο της ζωής.

 

Και ήτανε ωραία χθες βράδυ. Χθές, που ο κορονοιός μας χώριζε και μας ένωνε, δεν μας άφησε να πιαστούμε χέρι χέρι, μόνο μας συνέδεσε με τις αόρατες κλωστές της νοσταλγίας. Και με τα γέλια στο πρόσωπο και τα μάτια γεμάτα με κάτι από το φως της εφηβείας.

 

Χρόνια μας πολλά.

 


Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

11Μαΐου


 Χθες βράδυ με τρόμαξε ο σεισμός. Είχα μόλις γυρίσει στο σπίτι μισομεθυσμένη απο δύο ποτήρια άσπρο κρασί που ήπιαμε στον καθαρό αέρα της όχθης της Αγοράς. Και καθώς τρομάζοντας με κατέκλυσαν οι σκέψεις της ματαιότητας, θυμήθηκα τα λόγια της γριούλας που, χθες το μεσημέρι, μου διέκοψε το διάβασμα στο πεζούλι κάτω απο τα πεύκα:

«Τίποτα η ζωή, τυράνια, οικονομίες, προσπαθεια. Τίποτα στο τέλος. Πεθανε ο άντρας μου, πέθανε ο γυιός μου, πέθαναν όλοι. Μόνη μου έμεινα. Κανείς. Βγαίνω λίγο περπατάω, βλέπω τηλεόραση, τίποτα και η τηλεόραση. Θα δεις. Θα παντρευτείς, θα μεγαλώσεις, θα περάσουν όλα. Τίποτα στο τέλος, τίποτα» 


(το ότι με ρώτησε τι τάξη πηγαίνω -αφού διαβάζω- ενώ είδε το μυρμηγκάκι στο μανίκι μου και το έδιωξε,είχε καλή όραση δηλαδή, εγώ το αφήνω ασχολίαστο και εκτεθειμένο σε πικρόχολες ή χαμογελαστές σκέψεις.)


Έχω καταλήξει πως η 11η Μαΐου είναι μία σημαντική ημερομηνία στην ζωή μου, αφού καταμετρώ σε αυτήν σημαντικές ενάρξεις σχέσεων ή καταστάσεων, με όμορφο ή άσχημο τέλος (δεν έχει καμμία σημασία αυτό).

Οπότε χθες, που ζαλισμένη από το κρασί με κατατρόμαξε ο σεισμός, δεν κουνήθηκα καθόλου από την θέση μου, σκέφτηκα πως το νούμερο 11 Μαΐου κάτι ενδιαφέρον θα μου φέρει, μπορεί και ένα τέλος ή μια αρχή, και έτσι αποκοιμήθηκα.


Θέλω όμως σήμερα να γράψω κάτι για τα όσα αφήσαμε πίσω μας  αυτή την τρομερή χρονιά και τα όσα  θα ονειρευτούμε μπροστά μας. Πίσω μου βλέπω τις στενάχωρες απώλειες, τον φόβο και την μοναξιά του κόβιντ, την αγάπη των φίλων μου και των δικών μου, τα όσα κατάφερα να υλοποιήσω και να φέρω εις πέρας αυτόν τον δύσκολο χειμώνα, την νέα ζωή ( το δώρο του κορονοϊού) που ήρθε στην οικογένειά μου και την άλλαξε, το κέφι και τις αντοχές που κατάφερα να διατηρήσω.  


Όμως σήμερα το πρωΐ, ήρθε μια τέτοια στιγμή που με νίκησε μια κούραση ψυχική, κάτι σαν άδειασμα εξαντλητικό, σαν την ματαιότητα που τα λόγια της μελαγχολικής και γλυκύτατης γιαγιούλας  μου εκφράσανε. 


Ίσως οι αντοχές να έχουν όρια, ίσως πάλι και όχι. Έτσι κ αλλιώς ξέρουμε πως όλα είναι όπως εμείς αποφασίσαμε να είναι και όσο τους επιτρέψαμε να μας κατακλύσουνε.


Και αυτή είναι μια πεποίθηση πολύ αισιόδοξη έχω να πώ, γιατί έχει την δύναμη να φέρει τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω. Ή και να τα τινάξει όλα στον αέρα.

Γιατί, πριν απο κάθε αθέατη αλλαγή που έρχεται καλπάζοντας, πάντα υπάρχει μια στιγμή που όλα αιωρούνται, σιωπούν και περιμένουνε.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Το χιόνι του Αγίου Βαλεντίνου.


 

Ξημερώματα χθες άρχισε να χιονίζει. Έπεφτε απαλό, ήσυχο και αποφασισμένο το χιόνι, σαν τα παλιά τα χρόνια.  Έμεινα ώρες πίσω από το τζάμι να το χαζεύω-  χόρευε ασταμάτητα στον αέρα - και  όταν σουρούπωσε, με πλημμύρισε μια ήσυχη γαλήνη και μια σιγουριά πως «όλα θα πάνε καλά» και πως η φύση ξαναπήρε το παιχνίδι στα χέρια της. «Εδώ είμαι » έμοιαζε  να λέει, «θα τα φροντίσω όλα εγώ.»

Χιόνιζε όλη μέρα κ όλη νύχτα, και το πρωί η πόλη ήταν κάτασπρη και πανέμορφη σαν μωρό. Πήρα τους δρόμους ντυμένη ζεστά, και το απάτητο χιόνι, μου σκέπαζε τις γαλότσες-ευτυχώς δεν τις κατάπινε μέσα του. Μια μαγεία ήτανε όλα και τα παιδιά, που τα μυρίζονται αυτά πριν από εμάς, είχανε πάρει τους δρόμους και κυλιόντουσαν με αγαλλίαση στο χιόνι. Ακόμα και οι άσχημες πολυκατοικίες μοιάζανε  όμορφες μέσα σε αυτή την λαμπρή λευκότητα. Και οι άνθρωποι ήτανε όμορφοι.  Όλοι χαμογελούσαν, και οι καλημέρες που ανταλλάσσαμε μεταξύ μας, νόμιζες πως πριν σβήσουν, χοροπηδούσαν στον αέρα σαν πέταλα μιας ανθισμένης  αμυγδαλιάς.

Ένα πουλάκι παραπατούσε στο πεζούλι και έμοιαζε χαμένο, τα χρώματά του μπλέ και κίτρινα,  πιτσιλίσανε  το λευκό σαν σε  καμβά ζωγράφου, μου έμοιασε με Αλκυόνη, αυτή την εποχή  δεν είναι που την καλοκαιρία των προηγουμένων ημερών την ονομάζουμε «αλκυονίδες ημέρες;»

Και ξαφνικά όπως περπατάω, θυμάμαι παλιές ευτυχίες. Θα πάω τώρα λέει στο «Ερμού», να πιώ μια ζεστή σοκολάτα που θα μου ετοιμάσει η Μαρία, εκεί θα είναι όλοι οι φίλοι μου, θα γελάμε και θα μιλάμε, θα λέμε για βιβλία και για μουσική, θα λέμε και για έρωτες, όλα θα τα χωράει  αυτό το μαγαζί, όλη μας η ύπαρξη θα  το χαίρεται στο εκατό τοις εκατό, τι κρίμα που δεν υπάρχει πια.. Μαρία ακούς;


 Τριάντα ώρες κράτησε ο χιονιάς. Τώρα ένας παγωμένος βοριάς φυσάει  από το Βίτσι και κρυσταλλιάζει τα πάντα.  Αλλά δεν μας πειράζει .Μπορεί αντί για τον φτερωτό θεό σήμερα να γιορτάσαμε τον θεό χειμώνα, μπορεί ο σκαλόδρομος αύριο να είναι παγωμένος και απρόσιτος, μπορεί να δυσφορήσουμε και με αυτόν τον εγκλεισμό. Όμως κάθε που θα περνάνε οι σημερινές εικόνες σαν φιλμ στην σκέψη μας, ένα χαμόγελο θα γεμίζει το στήθος μας και στο κεφάλι μας,  μία νέα υπέροχη ανάμνηση θα εγγράφεται σαν παρακαταθήκη για το μέλλον.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Η Μαύρη Κάμπια.

 




«Λέω να σου μιλήσω σήμερα  για αυτήν, για την Μαύρη Κάμπια λέω» είπε. Σήκωσα τα μάτια από το βιβλίο και  έμεινα να την κοιτάζω. Οι ιστορίες της Πουλχερίας όταν αποφάσιζε να  διακόψει την σιωπή της, αληθινές ή ψεύτικες, ήταν από αυτές που σου μένουν αλησμόνητες.  Έτσι, αποφάσισα να την ακούσω με προσοχή. Σώπασε για λίγη ώρα και όταν άρχισε να μιλάει, είχε μια προσήλωση εσωτερική, σαν να μιλούσε μόνο στον εαυτό της.

« Δεν σου έχω πει πως κάποτε, πολλά χρόνια πριν, αγάπησα έναν άντρα.  Όταν τον σκέφτομαι ακόμα πονάνε τα σπλάχνα μου και η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο, γι αυτό, μη με ρωτάς πολλά.  Μπορεί και εκείνος να με αγάπησε λίγο, με μια αγάπη αξεδιάλυτη και περίεργη, μια με λάτρευε και μια με αγνοούσε, για τίποτα δεν είμαι σίγουρη, το μόνο που ξέρω είναι  πως  είχε τον νου του αλλού, σε όλες τις γυναίκες του κόσμου και στα μεγάλα ταξίδια. «Να το ξέρεις, δεν θα σε αγαπήσω, θέλω να ερωτευτώ μια άλλη, μια γυναίκα μυθική, να με εμπνέει και να με τρελαίνει» αυτά έλεγε και εγώ έχανα την λαλιά μου και έμενα σιωπηλή και αμίλητη.

Μαζί βέβαια ζούσαμε ένα θαύμα. Χορταίναμε την θάλασσα,  την ζωή και τα βουνά, κολυμπούσαμε γυμνοί και αθώοι, γινόμασταν ένα με την άμμο και τα βότσαλα, με τα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου και τις νιφάδες του χειμώνα. Τον λάτρευα, ώρες-ώρες ήθελα πολύ να μπορούσα να τον καταπιώ, να γίνει δικό μου κομμάτι, σώμα  και αίμα μου και να μείνει για πάντα εκεί. Με ήθελε  και εκείνος, «είσαι εκείνη που μαζί της καταλαβαίνω πώς θέλω να είναι η γυναίκα που θα αγαπήσω»  έλεγε.

Αλλά δεν ήμουν εγώ.

Μια μέρα μου έφερε στο σπίτι μια Μαύρη Κάμπια. «Μαζί της θα ζήσουμε από δω και πέρα» μου είπε, «κοίτα να την αγαπήσεις».

Η Μαύρη Κάμπια μπήκε στο  δωμάτιο με  τους διάφανους τοίχους και εγώ,  καταδικασμένη και ανήμπορη, έβλεπα τα πάντα απέξω. Ό,τι συνέβαινε εκεί μέσα αποτελούσε το μαρτύριό μου.  Κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Παρασκευή εκείνος έμπαινε μέσα, έκλεινε την πόρτα πίσω του, της μιλούσε, της γελούσε και την ερωτευότανε, και εγώ  έκλεινα τα μάτια μου και τα έσφιγγα δυνατά, τόσο δυνατά που πονούσαν οι βολβοί μου. Και ύστερα  έκλαιγα, με ένα βουβό κλάμα, χωρίς ήχο. Εκείνες τις φοβερές στιγμές που σταματούσε ο χρόνος, το κεφάλι μου πονούσε δυνατά, ενώ κάτι που έμοιαζε με δηλητηριώδη σκορπιό, μου  δάγκωνε χωρίς δισταγμό την καρδιά.  Ο σκορπιός, ή ότι ήτανε αυτό τέλος πάντων, της αφαιρούσε  κάθε φορά και από ένα μικρό κομμάτι, μέρα τη μέρα μίκραινε η καρδιά μου, ώσπου στο τέλος δεν απέμεινε τίποτα από αυτήν, παρά μόνο ένας σκούρος  λεκές στο στήθος.

Στη συνέχεια, χορτασμένος εκείνος, έβγαινε από το δωμάτιο και είμαι σίγουρη πως ξεχνούσε και την ύπαρξη του δωματίου και την Μαύρη Κάμπια που είχε φέρει στο σπίτι ένα απόγευμα. Έτρωγε τότε από το πιάτο της αγάπης μου με λαιμαργία και μεγάλη όρεξη και όταν τελείωνε, γύριζε την πλάτη του  σε όλα και  αφοσιωνότανε με προσήλωση στην δουλειά του.

Με όλα αυτά τα πρωτόγνωρα που ζούσα, (είχα μια κάμπια αντίζηλο μέσα στο ίδιο μου το σπίτι), είχε αποκτήσει η καθημερινότητά μου μια εναλλασσόμενη αγωνία. Δεν  ήμουνα πια  ούτε ευτυχισμένη ούτε δυστυχισμένη, έρμαιο μιας ανάπηρης αγάπης ήμουνα, με μια απέραντη λύπη χυμένη σε κάθε εκατοστό του σώματός μου.  Μαζί με την λύπη, μια ζήλεια θέριευε μέσα μου και  μεγάλωνε και φούσκωνε, και έμοιαζε με  μεγαλειώδες κύμα που -αργά, αργά-ερχόταν καταπάνω μου  με ορμή..

Ώσπου ένα μεσημέρι ακούστηκε ένα κρακ. Κάτι έσπασε με θόρυβο, η τζαμαρία του γείτονα, ή  μια βίδα μέσα στο κεφάλι  μου; Για έναν μυστήριο λόγο αυτός ο θόρυβος ενεργοποίησε  μέσα μου κάτι τελεσίδικο.  Σηκώθηκα  σαν υπνωτισμένη, άνοιξα την πόρτα  που οδηγούσε στο γυάλινο δωμάτιο και μπήκα μέσα.

Η Μαύρη Κάμπια ήταν εκεί. Ανύποπτη και ήσυχη ζεσταινότανε από μία αχτίδα του ήλιου που έριχνε το φως της  στα ξύλινα σανίδια. Την ένοιωσα να ανυπομονεί  περιμένοντάς τον και εξοργίστηκα. Με άρπαξε τότε από τα μαλλιά ένας τυφλός θυμός, σήκωσα το γυμνό μου πόδι και την πάτησα με δύναμη· η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και ο χρόνος είχε σταματήσει. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Όταν συνήλθα είδα  ό,τι απέμεινε από εκείνη στο πάτωμα. Ένας βρώμικος λεκές που μύριζε ανυπόφορα.

Την ίδια ώρα εκείνος μπήκε στο δωμάτιο, έριξε μια ματιά και μόλις είδε την εικόνα στο πάτωμα με άρπαξε από τους ώμους. «Τι έγινε; τι έκανες; εσύ το έκανες; » φώναξε με όση δύναμη είχε. Ένοιωθα αναγούλα και το μόνο που κατάφερα να πω ήταν,  «με πονάει πολύ η καρδιά μου. Δώσε μου ξύλα και φωτιά να κάψω τον κόσμο..»  Άφησε τους ώμους μου και με κοίταξε  με απόγνωση, «τι κρίμα που δεν κατάφερες να την αγαπήσεις»  είπε και  έσκυψε το κεφάλι του  στο στήθος..»

 

Η Πουλχερία σταμάτησε να μιλάει και  μια  σιωπή που την έκοβες με το μαχαίρι απλώθηκε στο δωμάτιο. Το πολύφωτο έκανε σκιές στον τοίχο, μοιάζανε με ζευγάρι αγκαλιασμένο σε ταγκό. Έξω  από το παράθυρο η νύχτα έπεφτε απαλά,  δύο άστρα ενώθηκαν στον ουρανό και εγώ έμεινα να τα κοιτάζω χωρίς να ξέρω τι θάθελα να πω..